επιφανης

επιφανης
    ἐπιφανής
    ἐπι-φᾰνής
    2
    1) (по)являющийся, (по)явившийся
    

ἐπιφανέος τούτου γενομένου Her. — при его появлении

    2) являющийся для помощи, приходящий на помощь
    

(θεοὴ ἐπιφανέστατοι Diod.)

    3) (о местности) доступный глазу, заметный, видимый
    

(τὸ τεῖχος ἐπιφανὲς μέχρι τῆς τῶν Ἀθηναίων πόλεως Thuc.)

    4) явный, очевидный, явственный
    

(σημεῖα Thuc., Arst.; ἐξαμαρτάνοντες Lys.)

    5) видный, знатный, известный, выдающийся, знаменитый, славный
    

(ἄνδρες Her., Arst.; ἀνδρείᾳ Thuc. и κατ΄ ἀνδρείαν Plut.; πρὸς τὸν πόλεμον Plat.)

    οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Her. — незнатного рода

    6) замечательный, поразительный
    

(νόμοι Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "επιφανης" в других словарях:

  • ἐπιφανής — coming to light masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανῆς — ἐπιφαίνω show forth fut ind act 2nd sg (doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφανής — Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το… …   Dictionary of Greek

  • επιφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος: Επιφανής πολιτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιφάνης — ἐπιφαίνω show forth aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφάνῃς — ἐπιφαίνω show forth aor subj act 2nd sg ἐπιφά̱νῃς , ἐπιφαίνω show forth aor subj act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανῆ — ἐπιφανής coming to light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιφανής coming to light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιφανής coming to light masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανέστερον — ἐπιφανής coming to light adverbial comp ἐπιφανής coming to light masc acc comp sg ἐπιφανής coming to light neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανεστάτων — ἐπιφανής coming to light fem gen superl pl ἐπιφανής coming to light masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανεστέραις — ἐπιφανής coming to light fem dat comp pl ἐπιφανεστέρᾱͅς , ἐπιφανής coming to light fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφανεστέρων — ἐπιφανής coming to light fem gen comp pl ἐπιφανής coming to light masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»